- ανήκω
- (Α ἀνήκω) [ήκω]1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζωαρχ.1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω κάτι3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή.
Dictionary of Greek. 2013.